νομοθέτηση

νομοθέτηση
η (Α νομοθέτησις) [νομοθετώ]
θέσπιση νόμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νομοθέτηση — η το να νομοθετεί κανείς, η σύνταξη κανόνα δικαίου, η θέση σε ισχύ κανόνα δικαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομοθετήσῃ — νομοθετήσηι , νομοθέτησις fem dat sg (epic) νομοθετέω frame laws aor subj mid 2nd sg νομοθετέω frame laws aor subj act 3rd sg νομοθετέω frame laws fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσπιση — η το να θεσπίζει κανείς νέους νόμους, νομοθέτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”